ΤΟΠΙΚΗ ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΑ ΚΑΙ Εγκυμοσύνη-θηλασμός (Προδημοσίευση από το νέο μου βιβλίο)
Εγκυμοσύνη
Η εγκυμοσύνη, είναι μια μοναδική περίοδος στην ζωή μιας γυναίκας. Η καλή στοματική της υγεία, είναι εξαιρετικά σημαντική για την συνολική της υγεία αυτής και του εμβρύου της. Η αρχική οδοντιατρική εξέταση ρουτίνας, είναι καλό να γίνεται πριν την εγκυμοσύνη. Ωστόσο και μετά είναι αρκετά συνηθισμένο, ο οδοντίατρος να αντιμετωπίζει εγκύους στην καθημερινή του πρακτική. Γενικά υπάρχει μια ανησυχία στην έγκυο και την οικογένεια της, για τον αν η οδοντιατρική θεραπεία είναι ασφαλής. Η απάντηση είναι ότι όχι μόνο είναι ασφαλής, αλλά και απαραίτητη. Η ιδανική περίοδος για πλήρη οδοντιατρική θεραπεία, είναι η αρχή του 2ου τριμήνου (14η με 20η εβδομάδα)
Αν και δεν είναι στους σκοπούς του παρόντος συγγράμματος, για λόγους πληρότητας, πρέπει να πούμε ότι σύμφωνα με το Αμερικανικό Κολλέγιο Ακτινολογίας, καμία απλή διαγνωστική ακτινογραφία, δεν έχει τέτοια δόση που να ενέχει κινδύνους για την ομαλή ανάπτυξη του εμβρύου. Η πιο πρόσφατη μαρτυρία, λέει ότι μια δόση ιονίζουσας ακτινοβολίας μικρότερη των 5 rad, δεν αυξάνει τον κίνδυνο ανώμαλης διάπλασης ή καθυστέρησης στην ανάπτυξη, από την στιγμή που λαμβάνονται τα προληπτικά μέτρα, δηλαδή μολύβδινη ποδιά και κολάρο για τον θυρεοειδή.
Όσον αφορά την χορήγηση φαρμάκων και ιδιαίτερα των τοπικών αναισθητικών, είναι γνωστό ότι τα φάρμακα διαχέονται μέσα από τον πλακούντα, αλλά δεν υπάρχει τεκμηρίωση ότι τα τοπικά αναισθητικά προκαλούν τερατογενέσεις σε ανθρώπους. Ωστόσο όλα τα φάρμακα πρέπει να χορηγούνται με επιφυλάξεις κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης. Γενικά καλό είναι, αν δεν υπάρχει επείγουσα ανάγκη, να αποφεύγεται η οδοντιατρική θεραπεία στο πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης. Για να βοηθηθούν οι λειτουργοί της υγείας, στην συνταγογράφηση φαρμάκων για την έγκυο γυναίκα, η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA), έχει καθιερώσει έναν κώδικα κατηγοριοποίησης των φαρμάκων με βάση την δυνατότητα τους να προκαλέσουν βλάβη στο έμβρυο. Η κατηγορία Α, περιλαμβάνει φάρμακα, που έχουν δοκιμαστεί σε ανθρώπους, και υπάρχει τεκμηρίωση ότι είναι 100% ασφαλή. Η λιδοκαΐνη και η Πριλοκαΐνη ανήκουν στην κατηγορία Β, το οποίο σημαίνει ότι μελέτες σε πειραματόζωα, δεν έχουν αποδείξει κάποιου είδους βλάβη στο έμβρυο, παρόλα αυτά δεν υπάρχουν επαρκώς και καλά τεκμηριωμένες ελεγχόμενες κλινικές μελέτες σε εγκύους. Από την στιγμή που οι μελέτες σε πειραματόζωα δεν είναι πάντα καθοριστικές για τερατογόνο δράση σε ανθρώπους, τα ανωτέρω φάρμακα, δεν πρέπει να χορηγούνται στο πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης, εκτός αν η δυνητική ωφέλεια στην μητέρα δικαιολογεί το ρίσκο για το έμβρυο. Η μεπιβακαΐνη, η αρτικαΐνη και η μπαπιβακαΐνη και η επινεφρίνη, ανήκουν στην κατηγορία C, το οποίο σημαίνει ότι είτε δεν έχουν γίνει μελέτες σε πειραματόζωα ή έχουν γίνει και έχει αποδειχτεί βλάβη στο έμβρυο και δεν υπάρχουν επαρκείς και καλά ελεγχόμενες μελέτες σε εγκύους γυναίκες. Τα φάρμακα αυτά δεν πρέπει να χορηγούνται κατά την εγκυμοσύνη, εκτός αν το δυνητικό όφελος για την μητέρα δικαιολογεί το ρίσκο για το έμβρυο. Τέλος η κατηγορία D, περιλαμβάνει φάρμακα που πρέπει να αποφεύγονται στην εγκυμοσύνη.
Τοπική αναισθησία με αγγειοσυσπαστικό στην εγκυμοσύνη
Συνήθως οι οδοντίατροι προτιμούν να χορηγούν τοπική αναισθησία χωρίς αγγειοσυσπαστικό (μεπιβακαΐνη 3%). Εντούτοις, σύμφωνα με την παραπάνω ταξινόμηση της FDA, η μεπιβακαΐνη, ανήκει στην κατηγορία C, που σημαίνει φάρμακο που πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή, ζυγίζοντας πάντα τα οφέλη σε σχέση με τους κινδύνους. Η λιδοκαΐνη και η Πριλοκαΐνη, που ανήκουν στην κατηγορία Β σε συνδυασμό με αγγειοσυσπαστικά μπορούν να χορηγηθούν στην εγκυμοσύνη. Δόσεις επινεφρίνης μέχρι 0.1 mg (δηλαδή 10 ml τοπικού αναισθητικού με επινεφρίνη 1:100000), χορηγούμενες στην υγιή έγκυο, δεν επηρεάζουν δυσμενώς την ροή του αίματος στον πλακούντα αλλά και την κυκλοφορία του εμβρύου. Από την άλλη είναι γνωστό ότι η επινεφρίνη καταστρέφεται μέσα από την δίοδό της από την γαστροεντερική οδό.
Θηλασμός
Το έμβρυο εκτίθεται σε μεγαλύτερη συγκέντρωση φαρμάκων κατά την διάρκεια της κύησης σε σχέση με αυτά που λαμβάνει μέσω του θηλασμού. Κατά συνέπεια, αν ένα φάρμακο θεωρείται αποδεκτό κατά την εγκυμοσύνη, είναι λογικό να συνεχιστεί η χρήση του και μετά κατά την διάρκεια του θηλασμού.
Η απέκκριση των φαρμάκων στο μητρικό γάλα, εξαρτάται από τα χαρακτηριστικά του φαρμάκου, δηλαδή μοριακό βάρος, λιποδιαλυτότητα, την pKa, την δέσμευση με τις πρωτεΐνες του πλάσματος. Από την στιγμή που τα τοπικά αναισθητικά είναι αδύνατες βάσεις (pKa 7.7 με 8.1) και το γάλα είναι ελαφρώς όξινο (pH 7.0), το γάλα μπορεί να λειτουργήσει σαν ιοντική παγίδα για τα τοπικά αναισθητικά. Ωστόσο η πρακτική να σταματούν οι μητέρες τον θηλασμό και να απορρίπτουν το γάλα τους, από την στιγμή που λαμβάνουν συγκεκριμένα φάρμακα, είναι λανθασμένη και περισσότερο παραπέμπει στην άγνοια του θεράποντος γιατρού της για το πώς λειτουργούν τα φάρμακα που χορηγεί.