ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο : Η ΕΞΟΔΟΣ
Η βαριά πόρτα του μοναστηριού έκλεισε οριστικά πίσω του. Ο ήχος του σύρτη, που σφάλιζε την μοναχική πολιτεία από τον πολύβουο κόσμο, θα έμενε στην θύμησή του για την υπόλοιπη ζωή σαν ηχητικό ντοκουμέντο μιας νέας πραγματικότητας. Ο Λούθηρος κοντοστάθηκε για λίγο, αλλά δεν γύρισε το κεφάλι πίσω. Ήταν αποφασισμένος να πει ένα οριστικό αντίο, σε ότι τον συνέδεε με το παρελθόν. Δεν ήταν λίγα αυτά τα πράγματα. 5 χρόνια δόκιμος και γύρω στα 20 μοναχός. Αρκετές αναμνήσεις από νηστείες, προσευχές, αγρυπνίες και κάθε λογής σωματικούς κόπους, σε μια προσπάθεια να καθυποταχτεί η σάρκα και το φρόνημα, να χειραγωγηθεί ο νους, για να πλησιάσει περισσότερο ανάλαφρος στον Θεό. Πόσο λάθος έκανα, είπε στον εαυτό του. Ο Θεός είναι αγάπη και δεν απαιτεί από εμένα να μισήσω το σώμα μου. Ο ίδιος ο Θεός φόρεσε την σάρκα μου για να την εξαγιάσει, κατηγορήθηκε για φίλος των τελωνών και των πορνών, για φάγος και οινοπότης, γιατί πλησίασε τον αμαρτωλό άνθρωπο και εμείς πόσο μακριά ζούμε από αυτό το πρότυπο, αναρωτήθηκε. Μετά σαν να συνήλθε ξαφνικά από έναν λήθαργο, ενθυμούμενος το ποιος είναι, κούνησε το κεφάλι του προσπαθώντας να αποδιώξει τις τελευταίες σκέψεις, που ένας μοναχός μπορούσε να χαρακτηρίσει και βλάσφημες. Προσπαθώντας να αναζητήσει την αιτία της ξαφνικής φυγής του, τόσο ξαφνικής που δεν πρόλαβε να χαιρετήσει κανένα, θεώρησε καταλυτική, την νυχτερινή εκείνη οπτασία (βλέπετε κεφ .4)που δεν έκανε τίποτα άλλο από το να τον ταξιδέψει ανάμεσα στον χώρο και στον χρόνο, μπροστά και πίσω από την ιστορία. Αυτή η οπτασία, που δεν ήταν όνειρο, ούτε όμως και πραγματικότητα, τον βοήθησε να δει έξω από το μοναστήρι. Γιατί του έδειξε μια προοπτική της ζωής του, που μέχρι εκείνη την στιγμή δεν την είχε βιώσει. Είχε βέβαια και αυτός τους προβληματισμούς του, ήταν φορές που τον έπνιγε ένα ακαθόριστο συναίσθημα, που μπορεί να ήταν και πειρασμική προσβολή, αλλά εκείνο το βράδυ είδε την ζωή του με μια άλλη προοπτική. Τι είχε δηλαδή αλλάξει; Απλά το γεγονός, ότι είδε τον εαυτό του, με βάση το πώς θα μπορούσε να είναι, με μια νέα δυναμική. Είχε πλέον μια εμπειρία του μέλλοντος, είδε τον Λούθηρο σε μια υπέροχη, ιδανική κατάσταση, με οικογένεια, με οράματα, με συναισθήματα που δεν τα είχε νιώσει ποτέ του. Αν δεν υπήρχε αυτή η ονειρική κατάσταση του εφικτού, θα μπορούσε ζώντας μέσα στην πρότερη άγνοια να συνεχίσει τον δρόμο του. Τώρα όμως θα ήταν έγκλημα κατά του εαυτού του, να αγνοήσει αυτό που τον έκανε για λίγες στιγμές ευτυχισμένο. Η μήπως και κατά του Θεού; Αλήθεια που ήταν ο Θεός, γιατί σιωπούσε τόσο ηχηρά; Τι ήθελε από αυτόν; Γιατί δεν τον εμπόδισε να φύγει, γιατί επέτρεψε στην οπτασία να του φέρει τα πάνω κάτω στην ζωή του και να τον ωθήσει ίσως μια ώρα γρηγορότερα στην αναπόφευκτη ουσιαστικά έξοδο; Ήταν τόσα πολλά τα ερωτήματα που τριγύριζαν βασανιστικά μέσα του. Ωστόσο… ο Θεός όπως τον γνώρισε ο Λούθηρος, έπλασε τον άνθρωπο ελεύθερο να διαλέγει ακόμα και αυτά που τελικά τον οδήγησαν έξω από τον παράδεισο. Ήταν όμως χαρούμενος, γιατί πλέον ήταν αποδεσμευμένος να ζήσει το όνειρό του. Ήξερε πλέον τι είναι αυτό που ζητάει και πώς αυτός θα πρέπει να συμπεριφερθεί για να ζήσει ευτυχισμένος. Δυστυχώς το παρελθόν που έκλεισε ερμητικά η πόρτα, είχε εξαντλήσει από καιρό την δυνατότητα να εμπνεύσει και να νοηματοδοτήσει την ζωή του. Απλά αυτός έκανε εκείνο που οι άλλοι δεν τόλμησαν ποτέ τους. Σαν τον Αβραάμ έφυγε, χωρίς να ξέρει που πηγαίνει, όμως είχε μέσα του την συνταγή της ευτυχίας. Του έλειπαν τα υλικά, αλλά και αυτά πίστευε πως θα του τα προσφέρει η πρόνοια του Θεού. Μια νέα ζωή άρχιζε λοιπόν. Έπρεπε να κάνει κάτι για να ζήσει. Το πρώτο πράγμα που του ήρθε στο μυαλό ήταν ένας μακρινός συγγενής του, περιπλανώμενος οδοντίατρος και αυτόν σκόπευε να πλησιάσει για να τον βοηθήσει να κάνει μια καινούργια αρχή…